- θέμιτες
- θέμιςthat which is laid downfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θέμιτες — Θέμις that which is laid down fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… … Dictionary of Greek
πορνοκρατία — η, Ν 1. καθεστώς κατά το οποίο κυριαρχούν οι πόρνες 2. φρ. «εποχή πορνοκρατίας» εκκλ. μεταβατική περίοδος τής ιστορίας τού παπισμού στη διάρκεια τής οποίας ο έλεγχος τού παπικού θρόνου είχε περιέλθει στην τοσκανική φατρία τού Αδελβέρτου και τής… … Dictionary of Greek